Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Ο ρόλος του εκπαιδευτή στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες


O ρόλος του εκπαιδευτή ενηλίκων στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες είναι η εμψύχωση των ενήλικων εκπαιδευομένων και η διευκόλυνση της διεργασίας της μάθησης με ενσυναίσθηση. Εάν όμως λάβουμε υπόψη το έργο και τη θεωρία του Freire και τις θέσεις του Tom Lovett και της Jane Thompson (σημαντικών εκπαιδευτών ενηλίκων οι οποίοι εργάστηκαν κυρίως με κοινωνικά ευπαθείς ομάδες) χρειάζεται να αναγνωρίσουμε ότι οι εκπαιδευτές ενηλίκων οφείλουν να προωθούν την ιδέα για ισότιμη ένταξη των ομάδων αυτών στην αγορά εργασίας και στην κοινωνία. Αναντίρρητα, οι εκπαιδευτές ενηλίκων στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες έχουν να αντιμετωπίσουν και μία σειρά από άλλα σημαντικά ζητήματα που αφορούν την αλληλεπίδρασή τους με τους εκπαιδευομένους. Σε αυτά περιλαμβάνονται τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις, οι αρνητικές εμπειρίες των εκπαιδευομένων,
οι σημαντικές διαφορές στην κουλτούρα εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων, οι αυξημένες δυσκολίες των εκπαιδευτών στη διαχείριση των συγκρούσεων –ιδιαίτερα σε ομάδες που βιώνουν την απομόνωση και τον εγκλεισμό– η μεγαλύτερη ανάγκη για οριοθέτηση του ρόλου του εκπαιδευτή ενηλίκων, καθώς και η συνολική έλλειψη εκπαίδευσης των εκπαιδευτών ενηλίκων σε ιδιαίτερα ζητήματα που αφορούν ορισμένες, εάν όχι όλες, τις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες. Συνεπώς, επιπρόσθετο έργο του εκπαιδευτή ενηλίκων στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες είναι:

  1. Να κατανοήσει τις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες της κάθε ομάδας την οποία καλείται να εκπαιδεύσει σε μία δεδομένη χρονική στιγμή.
  2. Να συνειδητοποιήσει ότι η διεργασία της μάθησης στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες επηρεάζεται περισσότερο απ’ ό,τι στις άλλες ομάδες από προσωπικές παραδοχές, στερεότυπα και προκαταλήψεις.
Μολονότι, τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις μπορεί να μην εκδηλώνονται στη διάρκεια της εκπαίδευσης, ενδέχεται να υποβόσκουν, πυροδοτώντας υπόγειες συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα μέλη της εκπαιδευτικής ομάδας και καθιστώντας το έργο των εκπαιδευτών ενηλίκων ιδιαίτερα δύσκολο στη διαχείριση των κρίσεων της ομάδας. Οι Colin και Preciphs, αναφερόμενοι στο παράδειγμα των φυλετικών διακρίσεων, υποστηρίζουν ότι υπάρχουν πέντε στάδια τα οποία χρειάζεται να εξετάσουν οι εκπαιδευτές ενηλίκων ώστε να αναγνωρίσουν τις παραδοχές που ενδέχεται να επηρεάσουν το έργο τους.


Τα πέντε στάδια αντιμετώπισης των διακρίσεων είναι

  1. Πρώτο Στάδιο: Αναγνώριση από τον εκπαιδευτή των διακρίσεων και της ύπαρξής τους στο σύστημα. 
  2. Δεύτερο στάδιο: Δέσμευση του εκπαιδευτή στην αντιμετώπιση των διακρίσεων στο μαθησιακό περιβάλλον και συνειδητοποίηση των μορφών διάκρισης οι οποίες μπορεί να μεταφερθούν μέσα από τη γλώσσα, τα ανέκδοτα, τα μη-λεκτικά μηνύματα κτλ.
  3. Τρίτο Στάδιο: Ανταλλαγή πληροφοριών ανάμεσα στους εκπαιδευομένους για άλλες κουλτούρες και πολιτισμούς και για άλλες κοινωνικές ομάδες.
  4. Τέταρτο στάδιο: Αξιοποίηση από τον εκπαιδευτή της συναισθηματικής πλευράς της μάθησης –ανάγκη για κριτικό και μερικές φορές επίπονο στοχασμό, για το πώς όλοι οι άνθρωποι σχετίζονται μεταξύ τους και μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά.
  5. Πέμπτο Στάδιο: Αξιολόγηση από εκπαιδευτή και εκπαιδευομένους της μαθησιακής εμπειρίας –μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση στο πώς διαμορφώνονται οι αντιλήψεις και πώς διαστρεβλώνονται.


Ο εκπαιδευτής – σύμβουλος στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες 
Ο εκπαιδευτής ενηλίκων καλείται συχνά στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες να υιοθετήσει, εκτός από τον εκπαιδευτικό, και ένα συμβουλευτικό ρόλο καθώς αρκετοί εκπαιδευόμενοι φαίνεται ότι βιώνουν έντονο άγχος στη διάρκεια της μαθησιακής διεργασίας. Οι πηγές του άγχους είναι περισσότερο αυξημένες στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες και ενδεχομένως, συνδέονται με τραυματικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας που αφορούν τις σχέσεις τις οποίες είχαν αναπτύξει οι εκπαιδευόμενοι ως παιδιά με πρόσωπα εξουσίας (γονείς, δάσκαλοι κ.τλ.). Σε ακραίες περιπτώσεις, το άγχος των εκπαιδευόμενων εκφράζεται με επιθετικότητα προς τον εκπαιδευτή (μεταβίβαση). Αυτό συμβαίνει όταν οι εκπαιδευόμενοι αισθάνονται ότι ο εκπαιδευτής δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες τους. Οι ενήλικοι εκπαιδευόμενοι στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες διαμορφώνουν πέντε ειδών προσδοκίες για το ρόλο του εκπαιδευτή αντιμετωπίζοντάς τον:

  1. ως πηγή γνώσης και σοφίας,
  2. ως πηγή προσφοράς και ανακούφισης,
  3. ως αντικείμενο θαυμασμού,
  4. ως κριτή και
  5. ως μορφή εξουσίας

Αντιστοίχως ο εκπαιδευτής μπορεί να φοβάται την κριτική, να δυσκολεύεται να παραδεχτεί ένα λάθος του, να νιώθει ενοχές επειδή δεν μπορεί να βοηθήσει τους εκπαιδευομένους όπως θα ήθελε, να είναι ιδιαίτερα απολογητικός ή να δυσκολεύεται να θέσει όρια (αντιμεταβίβαση) στη σχέση του μαζί τους . Αποτελέσματα μελέτης έχουν δείξει ότι αρκετοί εκπαιδευτές ενηλίκων νιώθουν ενοχή, φόβο και
ματαίωση, όταν οι εκπαιδευόμενοι απορρίπτουν τις μεθόδους τους ή το περιεχόμενο της μάθησης (Tennant, 1991). Ο εκπαιδευτής ενηλίκων στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες ενδέχεται να βιώνει με μεγαλύτερη ένταση τα παραπάνω συναισθήματα, καθώς μπορεί να αισθάνεται συνυπεύθυνος για ζητήματα κοινωνικού αποκλεισμού και μη ισότιμης ένταξης των εκπαιδευομένων στην αγορά εργασίας.
Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες οι εκπαιδευτές ενηλίκων να προσπαθούν να «ανακουφίσουν» τους εκπαιδευομένους από τα συμπτώματα του αποκλεισμού τον
οποίο βιώνουν. Αυτή η διάσταση του εκπαιδευτικού ρόλου απαιτεί από τους εκπαιδευτές ενηλίκων ικανότητες οριοθέτησης και διαχείρισης των εσωτερικών και διαπροσωπικών συγκρούσεων των
εκπαιδευομένων (Tennant, 1997). Σε ποιο βαθμό, όμως, μπορεί ο εκπαιδευτής ενηλίκων να λειτουργήσει ως θεραπευτής των μελών της εκπαιδευτικής ομάδας και σε ποιο βαθμό χρειάζεται

να διαφυλάξει τα όρια της σχέσης του με τους εκπαιδευομένους;
Ο εκπαιδευτής ενηλίκων μπορεί, ενδεχομένως, να λειτουργήσει «θεραπευτικά» σε επίπεδο συλλογικό, δηλαδή δρώντας ως πρότυπο προς μίμηση, αποδεχόμενος τη διαφορετικότητα των εκπαιδευομένων, εμψυχώνοντάς τους στη διεργασία της μάθησης, αντιμετωπίζοντας κάθε είδους διάκριση στην εκπαιδευτική ομάδα και διαφυλάσσοντας τη δημοκρατία και τον ορθολογικό διάλογο.
Σε ατομικό επίπεδο τα ζητήματα τα οποία προκύπτουν από το ρόλο του εκπαιδευτή ενηλίκων ως «θεραπευτή» είναι αρκετά. Το πρώτο και κύριο ζήτημα αφορά την πολυ-παραγοντική φύση των
προβλημάτων τα οποία αντιμετωπίζουν οι κοινωνικά ευπαθείς ομάδες και για τα οποία απαιτείται ένα πολύπλευρο δίκτυο κοινωνικής υποστήριξης. Ένα άλλο ζήτημα, αφορά τη συχνή έλλειψη εκπαίδευσης των εκπαιδευτών σε ζητήματα ψυχικής υγείας και δυναμικής των ομάδων. Το τρίτο ζήτημα σχετίζεται με τη δυσκολία αρκετών εκπαιδευτών ενηλίκων να ανταποκριθούν στο ρόλο του
συμβούλου – θεραπευτή, τόσο στη διάρκεια των εκπαιδευτικών συναντήσεων όσο και μετά το πέρας των εκπαιδευτικών ωρών, όταν ορισμένοι εκπαιδευόμενοι ζητούν ατομική υποστήριξη για
την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους. Με τον τρόπο αυτό, οι εκπαιδευτές ενηλίκων αναπαράγουν ασυνείδητα:

  1. το μοντέλο μιας οικογένειας που αδυνατούσε να υποστηρίξει το «αδύναμο» μέλος της, αφήνοντάς το συνεχώς εκτεθειμένο σε δύσκολες καταστάσεις και 
  2. το μοντέλο ενός παραδοσιακού εκπαιδευτικού συστήματος που απέβαλε ως «προβληματικούς» τους εκπαιδευόμενους τους οποίους αδυνατούσε να διαχειριστεί.

Ωστόσο, είναι γεγονός ότι στη διάρκεια της εκπαίδευσης αρκετές κοινωνικά ευπαθείς ομάδες θα αναδείξουν σοβαρά προσωπικά, οικογενειακά ή κοινωνικά προβλήματα και αρκετά μέλη των ομάδων αυτών θα ζητήσουν ψυχική στήριξη από τον εκπαιδευτή ενηλίκων προκειμένου να τα αντιμετωπίσουν. Για παράδειγμα στην ομάδα παλιννοστούντων - μεταναστών - προσφύγων, όπως
χαρακτηριστικά αναφέρει η Παπαβασιλείου (2005), η αδυναμία επικοινωνίας στη χώρα υποδοχής αποτελεί γενεσιουργό αιτία σειράς ψυχολογικών, κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων.
Τα προβλήματα αυτά είναι φυσικό να εκφραστούν στη διάρκεια της εκπαιδευτικής πράξης. Στις περιπτώσεις αυτές ο εκπαιδευτής ενηλίκων χρειάζεται να είναι ενήμερος για το κοινωνικό δίκτυο
παραπομπών το οποίο δραστηριοποιείται στην περιοχή του, ώστε να κατευθύνει ανάλογα εκείνους τους ενήλικους εκπαιδευόμενους που θα ζητήσουν περαιτέρω υποστήριξη. Επομένως, οι εκπαιδευτές ενηλίκων είναι σημαντικό να έχουν διαθέσιμο ένα εύρος δεξιοτήτων και στρατηγικών, οι οποίες θα  τους βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του περιβάλλοντος και της ομάδας με την οποία συνεργάζονται. Σπάνια, όμως, προσφέρονται στους εκπαιδευτές ενηλίκων, είτε από τους φορείς εκπαίδευσης είτε από άλλα θεσμικά όργανα, οι δυνατότητες για εποπτεία σε εκπαιδευτικά ζητήματα, για ειδίκευση σε θέματα που αφορούν τη δυναμική των ομάδων, τη διαχείριση των συγκρούσεων και την κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων των κοινωνικά ευπαθών ομάδων. Συχνά, το πλαίσιο, στο οποίο πραγματοποιείται η εκπαίδευση, δεν είναι το πλέον κατάλληλο για να προσφέρει στους εκπαιδευτές την αντίστοιχη υποστήριξη, με αποτέλεσμα οι εκπαιδευτές ενηλίκων να βιώνουν ματαίωση στο ρόλο τους και να νιώθουν ότι ελάχιστα συμβάλλουν προς την κατεύθυνση της εκπαιδευτικής και κοινωνικής ένταξης των κοινωνικά ευπαθών ομάδων. Η επανένταξη όμως σε εκπαιδευτικούς  δεσμούς είναι εφικτή μόνο στο μέτρο που γίνονται οι αναγκαίες ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που παρουσιάζονται στη νέα εκπαιδευτική κοινότητα και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό οι εκπαιδευτές ενηλίκων στις κοινωνικά ευπαθείς ομάδες αποτελούν ένα μόνο παράγοντα συνεισφοράς προς την κοινωνική αποκατάσταση.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου