Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Η δυναμική και η διεργασία των ομάδων


Στην εκπαίδευση ενηλίκων η έμφαση στην αυτο-κατευθυνόμενη και στη μετασχηματίζουσα μάθηση αναπόφευκτα συνδέεται με την έννοια της ομάδας. Στην εκπαιδευτική ομάδα ο χώρος (εκπαιδευτικό πλαίσιο), ο στόχος και το αποτέλεσμα (επίτευξη μαθησιακών στόχων), η διάρκεια (προκαθορισμένη), ο εκπαιδευτής και τα μέλη (κριτήρια επιλογής εκπαιδευόμενων) αποτελούν σημαντικούς παράγοντες στη διαμόρφωση της δυναμικής και της διεργασίας της ομάδας. Η δυναμική, δηλαδή η πορεία μιας ομάδας προς την επίτευξη των στόχων της, εξαρτάται από τον τρόπο επικοινωνίας των  εκπαιδευόμενων στην ομάδα, από το βαθμό συνοχής της ομάδας, από τους κανόνες συμπεριφοράς οι οποίοι διέπουν την ομάδα και από τη σχέση της ομάδας με το ευρύτερο περιβάλλον, π.χ. με τον
εκπαιδευτικό φορέα στον οποίο εντάσσεται (Douglas, 1997). Η διεργασία της ομάδας αφορά τις ενέργειες οι οποίες επιφέρουν την αλλαγή σε μία ομάδα, δηλαδή το «σύνολο των πράξεων, των αντιδράσεων και των συμπεριφορών που δοκιμάζει μία ομάδα, για να επιτύχει τους στόχους της » (Douglas, 1997: 87). Σε όλες τις ομάδες έχουν εντοπιστεί εννέα διεργασίες: η αλληλεπίδραση, η επικοινωνία, οι επιπτώσεις δηλαδή οι συνέπειες της συμπεριφοράς των εκπαιδευομένων στην εξέλιξη της ομάδας, οι ρόλοι, η λήψη αποφάσεων, η συνοχή, η διαμόρφωση των σκοπών της ομάδας,
οι πηγές ενέργειας και η αλλαγή (Douglas, 1997).
Τη δυναμική και τη διεργασία των ομάδων έχουν προσπαθήσει να ερμηνεύσουν τέσσερις θεωρητικές προσεγγίσεις:

  • Η ψυχοδυναμική προσέγγιση, η οποία θεωρεί ότι η συμπεριφορά των μελών σε μία ομάδα έχει τις ρίζες της στις οικογενειακές σχέσεις. Συνεπώς, η ομάδα έχει ως έναν από τους κύριους στόχους της τη διερεύνηση της συναισθηματικής σχέσης των μελών με τον ηγέτη της ομάδας, που δεν είναι άλλος στις εκπαιδευτικές ομάδες από τον εκπαιδευτή.
  • Η συμπεριφοριστική προσέγγιση, η οποία θεωρεί ότι η συμπεριφορά των μελών στην ομάδα είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασής τους με το περιβάλλον. Κατά συνέπεια, η συμπεριφορά των εκπαιδευομένων έχει λογική εξήγηση και είναι προβλέψιμη.
  • Η συστημική προσέγγιση, η οποία θεωρεί την ομάδα ως ένα «σύστημα» που αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου συστήματος. Το σύστημα αυτό, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του, δέχεται επιδράσεις τόσο από το εξωτερικό περιβάλλον όσο και από τις ενέργειες των μελών του.
  • Η ανθρωπιστική προσέγγιση, η οποία θεωρεί την ομάδα ως κοινωνικό μικρόκοσμο. Ο μικρόκοσμος αυτός λειτουργεί με σεβασμό στις αρχές της δημοκρατίας. Η ιστορία ενός ατόμου που συμμετέχει στην ομάδα την επηρεάζει μόνο στο βαθμό στον οποίο το άτομο εκδηλώνει δυσλειτουργικές συμπεριφορές στο εσωτερικό της ομάδας.


Από τις παραπάνω τέσσερις προσεγγίσεις, η ανθρωπιστική προσέγγιση, όπως είδαμε στη πρώτη διδακτική ενότητα, είναι αυτή που έχει επηρεάσει τη θεωρία της Ανδραγωγικής, ενώ οι σύγχρονες
θεωρίες της εκπαίδευσης ενηλίκων έχουν δεχτεί επιρροές και από τη συστημική προσέγγιση.
Τα στάδια στην πορεία μιας ομάδας Η κάθε ομάδα επηρεασμένη από τη δυναμική και τη διεργασία
της αναμένεται ότι θα διανύσει ορισμένα στάδια στην πορεία της εξέλιξής της. Ο Jacques έχει καταγράψει δώδεκα προσεγγίσεις οι οποίες περιγράφουν την εξέλιξη των ομάδων (Tennant, 1997).
Οι περισσότερες αναφέρονται σε τρία έως έξι στάδια της ζωής της ομάδας τα οποία συνήθως περιγράφουν πώς η ομάδα επιλύει θέματα ηγεσίας, εξουσίας και διαπροσωπικών σχέσεων.
Η ανάλυση των Tuckman & Jensen για τα στάδια της ομάδας είναι σήμερα από τις πλέον αποδεκτές στη διεθνή βιβλιογραφία (Tennant, 1997). Οι συγγραφείς περιγράφουν πέντε στάδια στην εξέλιξη της ομάδας. 

  1. Διαμόρφωση (Forming): Στο στάδιο αυτό η ομάδα προσπαθεί να βρει τον προσανατολισμό της, δηλαδή να διερευνήσει τις προσδοκίες των μελών της. Σε αυτή τη φάση οι εκπαιδευόμενοι προσπαθούν να γνωριστούν μεταξύ τους, να μάθουν πώς λειτουργεί η ομάδα, να καθορίσουν τους στόχους και τις προσδοκίες τους και να βρουν τη θέση τους στην ομάδα. Οι εκπαιδευόμενοι έχουν άγχος, νιώθουν εξαρτημένοι από τον εκπαιδευτή, θέλουν να έχουν τον έλεγχο της κατάστασης και συνήθως υιοθετούν «κοινωνικά αποδεκτές» συμπεριφορές.
  2. Σύγκρουση (Storming): Στο στάδιο αυτό οι εκπαιδευόμενοι βιώνουν έντονο άγχος, το οποίο πηγάζει: α) από την έλλειψη σαφήνειας των στόχων της εκπαιδευτικής ομάδας και των αποδεκτών συμπεριφορών στην ομάδα και β) από το φόβο των εκπαιδευομένων ότι η ομάδα θα απορρίψει τις απόψεις και τις ιδέες τους. Σε αυτό το στάδιο έρχονται σε αντιπαράθεση με τον εκπαιδευτή και μάχονται μεταξύ τους και με τον εκπαιδευτή για το ποιος θα ελέγχει την ομάδα (Yalom, 1985: 304). Το στάδιο αυτό χαρακτηρίζεται από αρνητικά σχόλια και έντονη κριτική των εκπαιδευομένων προς τον εκπαιδευτή, ενώ συχνά εμφανίζονται συγκρούσεις ανάμεσα στις υποομάδες (π.χ. στις τέσσερις πεντάδες που απαρτίζουν την ομάδα των 20 ατόμων), αμφισβήτηση του ρόλου του εκπαιδευτή, πόλωση και συναισθηματική αντίσταση των μελών στις απαιτήσεις του προγράμματος.
  3. Ρύθμιση (Norming): Στο στάδιο αυτό έχουν πλέον τεθεί οι κανόνες λειτουργίας της ομάδας και ενθαρρύνεται η ανοικτή ανταλλαγή εμπειριών, απόψεων και συναισθημάτων.
  4. Δράση (Performing): Στο στάδιο αυτό επιλύονται διαπροσωπικά προβλήματα και αναπτύσσεται η συνεργασία ανάμεσα στα μέλη για την επίτευξη των στόχων.
  5. Ολοκλήρωση (Adjourning): Στο τελευταίο στάδιο οι στόχοι έχουν επιτευχθεί, οι ρόλοι έχουν ολοκληρωθεί και έχει μειωθεί η εξάρτηση των μελών από την ομάδα και ο συναισθηματικός δεσμός τους με αυτήν.


Οι εκπαιδευτές χρειάζεται να αναλάβουν ενεργό ρόλο ιδιαίτερα στα δύο πρώτα στάδια της ομάδας και γι’ αυτό πρέπει να είναι σε θέση να τα αναγνωρίσουν. Στο πρώτο στάδιο της διαμόρφωσης
της ομάδας είναι σημαντικό ο εκπαιδευτής: 

  1. να βοηθήσει τους εκπαιδευομένους ώστε να εκφράσουν ελεύθερα τις προσδοκίες και τους στόχους τους,
  2. να θέσει τα όρια και τους κανόνες λειτουργίας της ομάδας,
  3. να απαντήσει στις ερωτήσεις των εκπαιδευομένων και να κατευνάσει τις ανησυχίες τους,
  4. να ενισχύσει την ενεργή συμμετοχή όλων των εκπαιδευομένων στην ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών.

Στο στάδιο της σύγκρουσης ο εκπαιδευτής χρειάζεται:

  1. να βοηθήσει τους εκπαιδευομένους να κατανοήσουν την πηγή του άγχους τους,
  2. να τους εξηγήσει πώς και γιατί ορισμένες συμπεριφορές προκαλούν συγκρούσεις στην ομάδα σχετίζονται με το άγχος και την ανάγκη των εκπαιδευομένων να ελέγξουν την ομάδα και
  3. να αντιμετωπίσει ευθέως τις προκλήσεις που εκφράζονται στο πρόσωπό του ή στο ρόλο του ως εκπαιδευτή, λειτουργώντας με τον τρόπο αυτό για τους εκπαιδευόμενους ως πρότυπο διαχείρισης των συγκρούσεων στην ομάδα.

Παρόλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες εκπαιδευτικές ομάδες μένουν στο πρώτο, ή σπανιότερα, στο δεύτερο στάδιο στο οποίο και διαλύονται (Brown & Atkins, 1997: 60). Η προσκόλληση σε αυτά τα στάδια επηρεάζει αναπόφευκτα το έργο του εκπαιδευτή και τη μαθησιακή διεργασία (Brown & Atkins, 1997). Επομένως, ο εκπαιδευτής χρειάζεται να κατανοεί το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η ομάδα, ώστε να τη βοηθήσει να προχωρήσει στα επόμενα στάδια και να λειτουργήσει αποτελεσματικά.


Στρατηγικές του εκπαιδευτή ενηλίκων
Υπάρχουν τέσσερις στρατηγικές τις οποίες χρειάζεται να υιοθετήσει ο εκπαιδευτής ενηλίκων ώστε να ενισχύσει τη συμμετοχή των εκπαιδευομένων στην ομάδα (Brown & Atkins, 1997: 58). Οι
στρατηγικές αυτές αφορούν:

  1. τη διάταξη των θέσεων των εκπαιδευομένων μέσα στο χώρο με τρόπο τέτοιο, ώστε να διευκολύνεται η αλληλεπίδραση στην ομάδα,
  2. τις προσδοκίες και τους κανόνες λειτουργίας της ομάδας, στη διαμόρφωση των οποίων χρειάζεται να συμμετέχουν ενεργά οι εκπαιδευόμενοι,
  3. την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη στην ομάδα, τις οποίες διασφαλίζει ο εκπαιδευτής ενηλίκων, εξηγώντας το ρόλο του και ζητώντας το σεβασμό όλης της ομάδας στη διαφύλαξή τους και
  4. τη διαμόρφωση μικρότερων ομάδων, των 4-6 ατόμων, με στόχο την καλύτερη ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών.

Στις εκπαιδευτικές ομάδες η τήρηση των αρχών και των στρατηγικών λειτουργίας της ομάδας έχει ιδιαίτερη αξία για την πορεία της μαθησιακής διεργασίας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου